κτηνοτροφείο

κτηνοτροφείο
το (Μ κτηνοτροφεῑον) [κτηνοτρόφος]
χώρος με τις απαραίτητες εγκαταστάσεις στον οποίο εκτρέφονται ζώα, κτηνοστάσιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ζωοτροφείο — το τόπος όπου διατρέφονται ζώα, κτηνοτροφείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”